- φιλόπονος
- -η, -ο / φιλόπονος, -ον, ΝΜΑαυτός που αγαπά την εργασία, φιλόμοχθος, φίλεργος, εργατικόςαρχ.1. (για πράγμ. ή εγχείρημα) κοπιαστικός («νῦν δ' ἐπειδὴ ὁ φιλοπονώτατος πόλεμος ἀναπέπαυται», Ξεν.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπονονη φιλοπονία3. φρ. «φιλόπονόν ἐστι»(με απρμφ.) είναι δύσκολο να... (Ξεν.).επίρρ...φιλοπόνως ΝΜΑμε φιλοπονία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + πόνος «κόπος, μόχθος» (πρβλ. φυγό-πονος)].
Dictionary of Greek. 2013.